- κρατυς
- κρατύςκρᾰτύς(ῠ) adj. m могучий
(Ἀργεϊφόντης Hom., HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀργεϊφόντης Hom., HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρατύς — κρατύς, ὁ (Α) ισχυρός, δυνατός, κρατερός («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατ (βλ. κράτος) + επίθημα ύς (πρβλ. βραχ ύς, πλατ ύς)] … Dictionary of Greek
κρατύς — strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατέα — κρατύς strong neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κρατέᾱ , κρατύς strong fem nom/voc/acc dual (epic ionic) κρατύς strong fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατεῖα — κρατύς strong fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατέος — κρατύς strong masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατύν — κρατύς strong masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
κρατείας — κρατείᾱς , κρατύς strong fem acc pl κρατείᾱς , κρατύς strong fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατέας — κρατέᾱς , κρατύς strong fem acc pl (epic ionic) κρατύς strong masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατέων — κράτος strength neut gen pl (epic doric ionic aeolic) κρατέω to be strong pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κρατύς strong masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) κρατέω̆ν , κρατύς strong masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
короткий — сравн. степ. короче, короток, коротка, коротко, укр. короткий, блр. короток, цслав. кратъкъ βραχύς, болг. кратък, сербохорв. кратак, словен. kratǝk, чеш. kratky, слвц. kratky, польск. krotki, в. луж. krotki, н. луж. krotki. Другая ступень… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера